- σκοροφαγωμένος
- -η, -οφαγωμένος από το σκόρο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σκοροφαγωμενος — και σκωροφαγωμένος, η, ο, Ν (για μάλλινα κυρίως υφάσματα) αυτός που έχει φαγωθεί, που έχει φθαρεί από σκόρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκόρος / σκώρος + φαγώνομαι] … Dictionary of Greek
σητόβρωτος — η, ο / σητόβρωτος, ον, ΝΜΑ φαγωμένος από τα σκουλήκια, σκοροφαγωμένος, σαρακοφαγωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σής, σητός «σκόρος» + βρωτος (< βρωτός < βιβρώσκω «τρώω, κατατρώγω»), πρβλ. μυό βρωτος] … Dictionary of Greek
βωτριδοφαγωμένος — η, ο ο σκοροφαγωμένος: Φορούσε ένα μάλλινο, βωτριδοφαγωμένο σακάκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)